- οἰκήματος
- οἴκημαdwelling-placeneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν … Hofmann J. Lexicon universale
αιθρίδιον — αἰθρίδιον, το (Α) μικρό αίθριο, μικρός πρόδομος (οικήματος). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. αἴθριον*] … Dictionary of Greek
αλεφάντης — ο και ἀνεφάντης ή ἀναφάντης άνοιγμα τής στέγης ή και η είσοδος οικήματος από το οποίο περνά μέσα το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλεφάντης < ανεφάντης (με ανομοίωση τού ν σε λ) < αναφάντης (με ανομοίωση του α σε ε) < αναφαίνω «κάνω κάτι να δώσει… … Dictionary of Greek
ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… … Dictionary of Greek
επίπλωση — η 1. εφοδιασμός ενός χώρου (δωματίου, σπιτιού, γραφείου κ.λπ.) με έπιπλα 2. το σύνολο τών επίπλων ενός οικήματος και ο τρόπος τοποθετήσεώς τους («πλούσια, καλλιτεχνική επίπλωση» κ.λπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
οπισθόδομος — Το πίσω τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού, θέση αντίθετη προς τον πρόναο. Ο. είχαν οι περισσότεροι από τους ελληνικούς ναούς και ιδιαίτερα οι περίπτεροι. Ο ο. του Παρθενώνα στην Αθήνα σχημάτιζε τη δυτική στοά και κλεινόταν με υψηλά διάφρακτα, τα… … Dictionary of Greek
οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… … Dictionary of Greek
πισωπόρτι — το, Ν η πίσω και συνήθως μικρή πόρτα ενός οικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + πόρτα (πρβλ. παρα πόρτι)] … Dictionary of Greek